ταξιάρχης

ταξιάρχης
Oνομασία 4 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Ιστιαίας, του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στα NΔ της Ιστιαίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (14 τ. χλμ.). 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ.), στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας, του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θέρμου. 3. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 670 μ.) του νομού Χαλκιδικής. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (70 τ. χλμ.). 4. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ.) του νομού Γρεβενών. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (23 τ. χλμ.).
* * *
ο, ΝΜΑ
(στην αρχ. Ελλ.) διοικητής στρατιωτικού τάγματος ή μοίρας πλοίων
νεοελλ.
1. τίτλος βαθμοφόρου λατινικού μοναστικού τάγματος ιπποτών ο οποίος διοικεί μέλη υπαγόμενα στον ίδιο εκκλησιαστικό κανόνα και διαχειρίζεται εισοδήματα ή κλήρους γης
2. πρόσωπο που έχει τιμηθεί με το ένα από τα δύο παράσημα ανώτερων βαθμών μετά τον μεγαλόσταυρο
3. συνεκδ. το ίδιο το παραπάνω παράσημο
4. αρχηγός άτακτου σώματος στρατιωτών κατά την επανάσταση τού 1821
νεοελλ.-μσν.
1. (κατά τη βυζαντινή περίοδο) μοναχός που είχε ως διακόνημα την τήρηση τής τάξης τόσο κατά τις διάφορες εκκλησιαστικές ακολουθίες, όσο και για την εν γένει ζωή τής μονής
2. εκκλ. (ως προσωνυμία τών αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ) ο αρχηγός τών επουράνιων στρατιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάξις + -άρχης* (πρβλ. στρατ-άρχης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ταξιάρχης — masc nom sg ταξιαρχέω to be a taxiarch imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταξιάρχης — Sp Taksiárchis Ap Ταξιάρχης/Taxiarchis L ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • ταξιάρχης — ο 1. ο αρχηγός των επουράνιων στρατών (ονομασία των αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ). 2. τίτλος βαθμοφόρου σε μοναστικό τάγμα ιπποτών. 3. είδος παράσημου ανώτερου βαθμού. 4. ο τιμημένος με αυτό το παράσημο: Ανώτερος ταξιάρχης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταξιάρχαι — ταξιάρχης masc nom/voc pl ταξιάρχᾱͅ , ταξιάρχης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταξιαρχῶν — ταξιάρχης masc gen pl (ionic) ταξιαρχέω to be a taxiarch pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταξιάρχαις — ταξιάρχης masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταξιάρχην — ταξιάρχης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταξιάρχῃ — ταξιάρχης masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταξιάρχα — ταξιάρχᾱ , ταξιάρχης masc nom/voc/acc dual ταξιάρχης masc voc sg ταξιάρχᾱ , ταξιάρχης masc gen sg (doric aeolic) ταξιάρχης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Order of the Phoenix (Greek order) — The Order of the Phoenix (Greek Τάγμα του Φοίνικος) is an Order of Greece, established on May 13, 1926 by the republican government of the Second Hellenic Republic to replace the defunct Royal Order of George I. The Order was retained by the… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”